σιφόνι

σιφόνι
και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν
1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα γεμάτο νερό, ώστε να παρεμποδίζονται οι αναθυμιάσεις τών βόθρων και τών αποχετευτικών αγωγών και, ταυτόχρονα, να πραγματοποιείται ανεμπόδιστα η ροή τών απόβλητων υδάτων και υλών προς το σύστημα αποχέτευσης
β) φιάλη από χοντρό γυαλί, ενισχυμένη εξωτερικά με μεταλλικό πλέγμα, που περιέχει αεριούχο νερό ή άλλο υγρό υπό πίεση και κλείνει με ειδικό μεταλλικό πώμα, εφοδιασμένο με μοχλό το οποίο ελέγχει την εκροή τού υγρού διά μέσου ενός κάθετου σωλήνα βυθισμένου μέχρι τον πυθμένα τού δοχείου
2. (ιδίως στον τ. σιφούνι) το αυλάκι τού νερόμυλου μέσα από το οποίο κυλάει το νερό που θέτει σε κίνηση τη φτερωτή τής εγκατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. siphon < λατ. sipho, -onis < αρχ. ελλ. σίφων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιφόνι — το ιού, σωλήνας καμπυλωμένος για τη μετάγγιση νερού από ένα δοχείο σε άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • σιφούνι — το, Ν βλ. σιφόνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”